- στιλβωτής
- οαυτός που στιλβώνει, λούστρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στιλβωτής — ο, ΝΑ [στιλβῶ, ώνω] 1. τεχνίτης που ασχολείται με το στίλβωμα διαφόρων επιφανειών 2. επαγγελματίας που ασχολείται με το βάψιμο και το γυάλισμα παπουτσιών, λούστρος … Dictionary of Greek
γυαλιστής — ο 1. στιλβωτής 2. ο Ιούλιος … Dictionary of Greek
επιξύστης — ἐπιξύστης, ό (Μ) αυτός που ξύνει από πάνω, που στιλβώνει ή λουστράρει την επιφάνεια ενός αντικειμένου, ο στιλβωτής … Dictionary of Greek
λαμπρυντής — ο (Α λαμπρυντής) [λαμπρύνω] αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι νεοελλ. 1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει 2. στιλβωτής παπουτσιών … Dictionary of Greek
λούστρος — ο 1. στιλβωτής υποδημάτων 2. το λούστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro] … Dictionary of Greek
ρεαντής — ὁ, Α στιλβωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί *λεαντής (< λεαίνω)] … Dictionary of Greek
στιλπνωτής — ὁ, Α [στιλπνῶ] στιλβωτής … Dictionary of Greek
υποδηματοκαθαριστής — ο, Ν 1. ο εργαζόμενος σε υποδηματοκαθαριστήριο 2. στιλβωτής υποδημάτων, λούστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + καθαριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
βερνικωτής — ο αυτός που επάγγελμά του είναι να βερνικώνει, ο λουστραδόρος, ο λούστρος, ο στιλβωτής: Εργάζεται σ’ ένα επιπλοποιείο ως βερνικωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)